- δωμήτωρ
- δωμήτωρ, ο (AM)κτίστηςμσν.φρ. «ὁ τῆς Ἐκκλησίας δωμήτωρ» — ο Χριστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωμήτωρ — builder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωμήτορα — δωμήτωρ builder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωμήτορας — δωμήτωρ builder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωμήτορι — δωμήτωρ builder masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδωμήτωρ — παλινδωμήτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που οικοδομεί εκ νέου, αυτός που ανοικοδομεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δωμήτωρ «κτίστης» (< δωμῶ)] … Dictionary of Greek